- ταχυθάνατος
- -η, -ο / ταχυθάνατος, -ον, ΝΑ1. αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο2. αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ φονικόςνεοελλ.βραχύβιοςαρχ.1. αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα2. (κατ' επέκτ.) υπερήλικας3. φρ. «ταχυθάνατος εἰμι» — πεθαίνω γρήγορα (Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + θάνατος (πρβλ. βραδυ-θάνατος)].
Dictionary of Greek. 2013.